Ήταν τέλη Σεπτεμβρίου θυμάμαι. Καλή ώρα σαν τώρα! Ο ουρανός μουντός και ένα απαλό αεράκι χτένιζε τις παρυφές του λεκανοπεδίου. Περπατούσα στο κέντρο της πόλης και σίφουνας οι σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό μου. Κάθισα σε ένα παγκάκι στην πλατεία Συντάγματος και τις καλωσόρισα ως φίλους από την ξενιτιά της συνείδησης. Αθήνα, η πόλη των εκατομμυρίων. Για μας τους Έλληνες το κέντρο του κόσμου μας, η κοσμοπολίτικη γωνιά της Ελλάδας αλλά και το πιο σκοτεινό στενάκι των αναμνήσεων της ιστορίας. Εδώ μεγάλωσα, εδώ έμαθα να αγαπώ και να μισώ παράλληλα την πολυπληθή συμβίωση των ανθρώπων και τα τερτίπια που η ζωή γεννούσε κάτω από το βαρύ τσιμέντο. Ανδρώθηκα, έγινα άνθρωπος και ελπίζω πολίτης. Το τελευταίο δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο το καταχωρώ στον εαυτό μου. Όσο για τα άλλα δύο δεν εκφράζω την βεβαιότητα μου για την αλώβητη ύπαρξη τους, όμως τα νιώθω σαν δύο μεγάλες αρτηρίες κάτω από το στέρνο μου. Άνδρας και άνθρωπος. Και πίστεψα πως δεν υπήρχε κάτι παραπέρα. Ώσπου έγινα πατέρας.
Δεν θα εξυμνήσω την πατρότητα ως κάτι το αναπάντεχο. Η τρομερή κυριαρχία της έρχεται σιγά- σιγά με τον χρόνο, καθώς το παιδί μεγαλώνει μπροστά στα μάτια σου. Δεν παρουσιάζει ομοιότητες με την μητρότητα και όμως είναι ισοδύναμη αυτής στο έπακρο. Η γυναίκα μου με προετοίμαζε εννέα ολόκληρους μήνες για τον ερχομό του μικρού ταξιδιώτη της ζωής και όμως δεν ήταν παρά μόνο λίγες στιγμές πριν τον κρατήσω στα χέρια μου που ένιωσα το βάρος της ευθύνης να πέφτει πάνω μου σαν ογκόλιθος καμωμένος από λογική και συναισθήματα. Και ήξερα πως το ταξίδι του μικρού Φάνη μόλις ξεκινούσε. Έπρεπε και αυτός να ανδρωθεί, να γίνει άνθρωπος και καλύτερος πολίτης από τον πατέρα του. Πως όμως θα γινόμουν μάρτυρας και υποστηρικτής της ανατροφής του μικρού αυτού πλάσματος το οποίο τώρα κρατούσα στα χέρια μου, όταν έβρισκα ψεγάδια σε κάθε τι γύρω μου, ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό; Ίσως θα ήταν καλύτερα να τον μεγαλώσουμε σε μια ουτοπία; Ή μήπως να αποδεχτούμε την υπέρμετρα αναπτυγμένη δυστοπία των καιρών μας και να του δείχναμε την πραγματική αλήθεια;
"Δεν χρειάζεται να ανησυχείς από τώρα. Όταν θα έρθει η ώρα θα ξέρεις τι να κάνεις. Άλλωστε είσαι ο πατέρας του!", με καθησύχαζε η γυναίκα μου ενώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου, φανερά εξουθενωμένη από την γέννα.
Τα μάτια του Φάνη, εκφραστικά και ανήσυχα από τότε, με κοίταξαν για μια στιγμή και όλες οι ανησυχίες σβήστηκαν ταχέως από το μυαλό μου.
Έξι χρόνια μετά μας έφεραν σε αυτόν τον Σεπτέμβρη που θα σήμαινε την έναρξη ενός καινούριου κεφαλαίου στην ζωή του μικρού μου γιου. Ωστόσο δεν θα ήθελα να μιλήσω για αυτό αλλά για ένα άλλο περιστατικό που σημάδεψε την ζωή μου και με βοήθησε να επαναπροσδιορίσω πολλά πράγματα γύρω από την έννοια του πραγματικού ανθρώπου. Συνέβη εκείνον ακριβώς τον Σεπτέμβρη, καθώς ο Φάνης έκλεινε τα έξι του χρόνια.
Ήμασταν μόνοι στο σπίτι εκείνη την μέρα. Δεκαέξι του Σεπτέμβρη. Η γυναίκα μου με είχε ενημερώσει πως θα δούλευε έως αργά αλλά ήταν σίγουρη πως θα κατάφερνε να γυρίσει πίσω πριν τις δώδεκα με μια νόστιμη τούρτα για τον μικρό μας. Ο Φάνης είχε ξεκινήσει εδώ και λίγες μέρες το σχολείο και γενικότερα είχε προβάλλει την κοινωνικότητα του στον χώρο του. Για μένα η πιο ενδιαφέρουσα ασχολία θα ήταν να μείνω σπίτι μαζί του και να μιλήσουμε σχετικά με τις εντυπώσεις του από την μέχρι πρότινος σχολική πραγματικότητα. Αλλά δεν χωρούσαν εγωισμοί στην μέρα των γενεθλίων του οπότε και τον ρώτησα τι ήθελε να κάνει.
"Θέλω να περιμένω την μαμά.", ξεστόμισε γεμάτος ευθυμία. Του χαμογέλασα και πήγα κατευθείαν στην κουζίνα για να του φτιάξω την αγαπημένη του ζεστή σοκολάτα.
Ξαφνιάστηκα όταν τον βρήκα να κάθεται στον καναπέ ήσυχος και με ματιά στοχαστική να κοιτά έξω από το παράθυρο τον συννεφιασμένο ουρανό. Άφησα τις δύο κούπες με την σοκολάτα στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού για να κρυώσουν και κάθισα δίπλα του αμίλητος. Για λίγες στιγμές δεν γύρισε να με κοιτάξει και σίγουρα ήξερα πως αυτό δεν οφειλόταν στα αργά αντανακλαστικά του.
"Τι έχεις Φάνη μου;", τον ρώτησα θορυβημένος.
"Τίποτα μπαμπά. Απλά σκέφτομαι..'', γύρισε το βλέμμα του και κοίταξε το πάτωμα.
"Είσαι πολύ μικρός για να ανησυχείς μικρέ μου.", γέλασα στην σκέψη ότι ο γιος μου μπορούσε να έχει ανησυχίες από μια τόσο μικρή ηλικία. Ίσως γιατί εγώ στην δικιά του δεν είχα. Το μεγαλύτερο μου πρόβλημα ήταν το πόσες μελανιές είχα στα πόδια μου, γιατί ήξερα πως η μητέρα μου θα μου φώναζε για αυτή μου την απροσεξία στο παιχνίδι. Και όμως ο εξάχρονος γιος μου έριξε εκείνη την στιγμή ένα βλέμμα γεμάτο ωριμότητα. Συλλογιστικά αφυπνισμένος έπιασε τον βραχίονα μου και μου έσκασε ένα αθώο χαμόγελο.
"Ποιος θα μου πει πότε θα είμαι αρκετά μεγάλος;"
''Δύσκολη ερώτηση μου θέτεις παιδί μου. Νομίζω πως η καλύτερη απάντηση που μπορώ να σου δώσω είναι ότι θα το καταλάβεις μόνος σου.", ευχόμουν να τον είχα ικανοποιήσει.
Το βλέμμα του Φάνη χάθηκε πάλι μέσα στα σύννεφα του ουρανού. Δεν τον είχε ικανοποιήσει η απάντηση μου.
"Τι λες; Παίζουμε το παιχνίδι των ερωτήσεων που τόσο σου αρέσει;", προσπάθησα να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. Το παιχνίδι αυτό ήταν η πιο δημιουργική ασχολία που μπορούσα να κάνω με τον γιο μου. Μέσα από επτά ερωτήσεις γνώσεων καλούνταν ο Φάνης να έχει τις περισσότερες δυνατές σωστές απαντήσεις. Η υψηλότερη βαθμολογία συνεπαγόταν την εκπλήρωση μιας χάρης. Έδειχνε να απολαμβάνει τις προκλήσεις. Σήμερα όμως άλλαξε εντελώς τους κανόνες.
''Σήμερα θέλω να παίξεις εσύ στην θέση μου μπαμπά. Θέλω εγώ να κάνω τις ερωτήσεις."
Ξαφνιάστηκα με την αποφασιστικότητα του αλλά δεν μπορώ να πω πως ήταν με την αρνητική έννοια. Πέρασα το χέρι μου γύρω από τον ώμο του, του έδωσα την κούπα με την σοκολάτα και βολεύτηκα περιμένοντας τις ερωτήσεις του.
"Γιατί όχι; Ρώτα με ό,τι θες..", απάντησα γεμάτος αυτοπεποίθηση χωρίς να περιμένω την δυσκολία των επερχόμενων ερωτήσεων. Ο Φάνης χάρηκε ιδιαίτερα και αμέσως η μελαγχολία χάθηκε από το πρόσωπο του.
"Μπαμπά τι είναι άνθρωπος;", με κατακεραύνωσε με την πρώτη του απορία ο μικρός μου Φάνης.
"Φάνη μου είσαι σίγουρος πως είμαι ο κατάλληλος για να στα πει αυτά;", προσπάθησα να αποφύγω τις βαριές συζητήσεις.
"Όχι σε εμπιστεύομαι. Πες μου!", με παρότρυνε.
"Άνθρωπος παιδί μου είμαι εγώ, είσαι εσύ. Άνθρωποι είναι όλοι όσοι ζουν στην κοινωνία μας και συμβιώνουν αρμονικά. Φοβάμαι να νοήσω ποιος μπορεί να μην λέγεται άνθρωπος. Φοβάμαι ακόμα και τώρα που μιλάω σε σένα για αυτό. Θα ήθελα να μάθεις μέσα από όσα ζήσεις τι σημαίνει πραγματικά αυτή η λέξη."
Ο Φάνης σαν μικρός φιλόσοφος ρούφηξε αχόρταγα μια γουλιά από την σοκολάτα του και συνέχισε.
"Συνέχεια ακούω τους μεγάλους να λένε σ' αγαπώ. Και εγώ το λέω σε σένα, στην μαμά, στον παππού και την γιαγιά. Αλλά μπαμπά τι πάει να πει αγαπώ; Θέλω να ξέρω.."
Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει και δεν ήξερα γιατί. Ή μάλλον καλύτερα ήξερα αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Τα παιδιά ζούσαν σε μια κοινωνία που η αγάπη έπρεπε να τους διδαχθεί ως παραμύθι από τα κατάστιχα του παρελθόντος και όχι από την δυναμική του παρόντος. Το παιδί μου έτρεμα πως μόνο αγάπη δεν θα βίωνε μέσα στο κοινωνικό σύνολο που εγώ είχα επιλέξει να το εντάξω.
''Προτού σου πω τι είναι η αγάπη για μένα άσε με να σου πω πρώτα πως εγώ αγαπώ εσένα και την μαμά πάνω από όλους και από όλα. Η αγάπη είναι η θεραπεία της ψυχής, την γαληνεύει, την γιατρεύει και την καθησυχάζει. Δεν περιμένω από κανένα να με αγαπήσει όπως εγώ θέλω. Κάθε αγάπη είναι ξεχωριστή γιατί πηγάζει από ξεχωριστές ψυχές."
"Νομίζω σωστά απάντησες μπαμπά. Μπράβο δύο στα δύο μέχρι στιγμής.", χαχάνισε με την πρόοδο μου και εγώ ξεφύσησα από το άγχος. "Λοιπόν απάντησε μου τώρα σε αυτό. Ήσουν και εσύ κάποτε παιδί;"
"Ω ναι! Ήμουν και εγώ παιδί κάποτε. Να ξέρες πόσο μου λείπει! Δυστυχώς δεν μπορώ να ξαναγυρίσω πίσω και λυπάμαι που άφησα αυτή την περίοδο να περάσει χωρίς να της δώσω την απαραίτητη σημασία. Βιαζόμουν να μεγαλώσω. Όλοι ήταν κάποτε παιδιά προτού η ευθύνη να τους αρπάξει από τον σβέρκο και να τους δείξει τις πολλές υποχρεώσεις. Έπρεπε γιε μου να μην βιαστώ. Κάνε μου την χάρη και ζήσε την ξεγνοιασιά της ηλικίας σου."
Ο Φάνης ρουφούσε κατευχαριστημένος την σοκολάτα του και τα μάτια του γελούσαν στην ικανοποίηση των παιδικών και παράλληλα ώριμων αποριών του. Με χάιδεψε βλέποντας πως είχα αναστατωθεί και σύνταξε μια ακόμη ερώτηση.
"Πως να μην βιαστώ να μεγαλώσω σε έναν κόσμο που έχει χώρο μόνο για μεγάλους μπαμπά;''
Δεν κράτησα το πεισματάρικο δάκρυ που πάσχιζε να κυλήσει. Έσκισε το μάγουλο μου και εγώ εγωιστικά το σκούπισα αμέσως.
"Μην κλαις μπαμπάκα. Συγγνώμη αν σε στενοχώρησα!", η φωνούλα του λέπτυνε από την θλίψη.
"Όχι, όχι καλά είμαι. Έχεις δίκιο Φάνη μου. Η κοινωνία μας έχει χώρο μόνο για τους μεγάλους. Και αυτό είναι τόσο λυπηρό και απαράδεκτο. Όμως κανένας δεν σου στερεί το δικαίωμα να παραμείνεις παιδί για πάντα μέσα στην καρδιά σου."
"Εσύ το κατάφερες αυτό μπαμπά;"
"Θέλω να σου λέω μόνο αλήθειες γιε μου. Δεν το κατάφερα. Κλειδώθηκα μέσα μου από τις απαγορεύσεις των υπόλοιπων μεγάλων και από ότι φαίνεται ήρθες εσύ να με βγάλεις από την φυλακή μου."
"Μπορεί κάποιος να είναι φυλακισμένος ενώ είναι ελεύθερος;"
"Και όμως μπορεί. Η ελευθερία ξεκινά από μέσα προς τα έξω για αυτό είναι τόσο δύσκολο να σου την στερήσουν. Γεννιέται στην ψυχή και κυριεύει το σώμα, το μυαλό και έπειτα τις πράξεις. Μήπως τα λέω πολύ μεγαλίστικα;", στάθηκα και αναρωτήθηκα.
"Όχι μπαμπά. Τα λες ακριβώς όπως πρέπει και έτσι όπως το πας θα με κερδίσεις. Έξι στα έξι μέχρι τώρα! Άλλη μια ερώτηση.."
Ήμουν προετοιμασμένος αυτή την φορά. Δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να τον πάρουν τα ζουμιά.
"Ποιος είναι ο αγαπημένος μου ήρωας; Αυτός για τον οποίο μου διαβάζεις κάθε βράδυ και κλαις; Να όπως κάνεις και τώρα.."
"Ο μικρός πρίγκιπας!", αναφώνησα γεμάτος χαρά. Η πιο απλή και πολύπλοκη ερώτηση βγήκε από το στόμα του Φάνη τελευταία. Ο ξεχασμένος μου ήρωας είχε γίνει ο δικός του και για μια στιγμή θα μπορούσα να ορκιστώ πως ένιωσα ξανά παιδί.
Ξετρύπωσε το βιβλίο του Σαιντ Εξυπερύ πίσω από ένα μαξιλάρι και ανοίγοντας το μου κατέδειξε από που ήθελε να του διαβάσω. Σελίδα 54: "Νόμιζα πως ήμουν πλούσιος γιατί είχα δικό μου ένα μοναδικό στον κόσμο λουλούδι..", δεν διάβασα παρακάτω όπου ο μικρός πρίγκιπας αμφισβητούσε την μοναδικότητα του τριαντάφυλλου του. Απλά κοίταξα τον Φάνη στα μάτια και αρκέστηκα σε αυτό. Αυτός ήταν το δικό μου μοναδικό τριαντάφυλλο και όφειλα να τον φροντίσω μέχρι να ανθίσει. Ώσπου να γίνω πατέρας αγνοούσα το μεγαλείο του να είσαι παιδί, γιατί εγώ ποτέ δεν το εκτίμησα. Τώρα υπήρχαν τρεις λέξεις για να με περιγράψουν, άνθρωπος, άντρας και πατέρας.
Το κλειδί στην πόρτα άνοιξε και η γυναίκα μου μπήκε φορτωμένη με μια σοκολατένια τούρτα τραγουδώντας: "Να ζήσεις Φάνη και χρόνια πολλά..."
Κωνσταντίνα Καντζιού