Ήταν τέλη Σεπτεμβρίου θυμάμαι. Καλή ώρα σαν τώρα! Ο ουρανός μουντός και ένα απαλό αεράκι χτένιζε τις παρυφές του λεκανοπεδίου. Περπατούσα στο κέντρο της πόλης και σίφουνας οι σκέψεις κατέκλυσαν το

Ακούω τις ώρες και τους χτύπους απ’ τα φτερά των πουλιών η πανσέληνος θα 'ναι που σε τούτα τα μέρη λάμπει παράξενα ξεβάφει στα πάντα και υπάρχει κρυφά φορτώνοντας και σ’ εμένα την

Δὲν σοῦ ζητῶ νὰ μ’ ἀγαπᾶς, μονάχα εἰς τὸ Αἰγαῖον βαρκάδα νὰ μὲ πᾶς. Ἥλιον ἐλεύθερον θὲ νὰ χαρῶ, μ’ ἀνέμους καὶ μὲ κύματα εὐωδιαστά νὰ ζῶ. Δὲν σοῦ ζητῶ ἀσήμια μήτες χρυσά,

Παρατήρησε τα χέρια που ξεκουράζονταν στα πόδια της. Ήταν γερασμένα, γεμάτα σκουρόχρωμες πανάδες και το δέρμα τους είχε λεπτύνει τόσο πολύ που μπορούσε να παρατηρήσει την κάθε μια φλέβα που τα διαπερνούσε. Ακολούθησε

Στον πίνακα του μυαλού μου ζωγραφίζω τον κόσμο που ονειρεύομαι! Στην παλέτα μου έχω το κόκκινο της φωτιάς και του πάθους γιατί η ζωή είναι ανούσια και άγευστη χωρίς αγάπη και χωρίς πάθος

Ήθελε να της πει για τ’ όνειρο που είχε. Εκείνη την τρελή επιθυμία να γίνει μια μέρα ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας. Η δουλειά του λογιστή είχε καταντήσει ρουτίνα. Αυτός ήταν ένας ονειροπόλος, ένας ταξιδευτής

Επιτέλους! Τώρα το κατάλαβα. Όλα αυτά τα φώτα στους δρόμους, στα σπίτια και στις πλατείες που φέγγουν τα βράδια δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραπλάνηση. Ο Θεός δε θέλει να κοιτάμε τον ουρανό

Είναι κάτι νυχτιές που βαραίνει η ψυχή Και τ’ αγιόκλημα πια δε μυρίζει Κι όσο κι αν προσπαθείς να ξεχάσεις – μπορείς; Το μυαλό σου εκεί τριγυρίζει Σ’ έναν λόγο πικρό, σ’ ένα

Τη συναντώ κάθε απόγευμα. Για τη μάνα της Φωτεινής, λέω. Στο ένα χέρι κρατάει πάντα αναμμένο τσιγάρο, με το άλλο απομακρύνει τα μαραμένα φυλλαράκια από τις γλάστρες. Φοράει σανδάλια, τα νύχια της είναι περιποιημένα, είναι νεαρή κοπέλα,

Χθες το απόγευμα, βρέθηκα μ’ έναν φίλο μου για καφέ. Τον παρατηρούσα γι’ αρκετή ώρα και πρόσεξα ότι το ζωηρό βλέμμα του και η ζωντάνια στην συμπεριφορά του που τον χαρακτήριζε, δεν υπήρχαν.

Και ξαφνικά της ήρθαν δάκρυα στα μάτια, τι νοστάλγησε; Νοστάλγησε εκείνα τ’ απομεσήμερα του φθινοπώρου, κίτρινα φύλλα σμιλευμένα σε ξύλο και το άρωμα από τις στάλες της βροχής… Κάποιες αχνές αχτίδες φωτός φάνηκαν

Ο μπάρμπα Στάμος ήταν ένας ξερακιανός γέρος που ζούσε σε ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας. Κάθε πρωί με τη μαγκούρα του πήγαινε στον καφενέ του χωριού, κάτω από τον πλάτανο, για το καφεδάκι

“Θυμάστε, κύριε, τα μπισκότα με το λουκούμι που μας κερνούσατε στη γιορτή σας;” Ο ενενηντάχρονος γερο-δάσκαλος κοίταξε την παλιά του μαθήτρια με βλέμμα απορημένο. Η μνήμη του προφανώς δεν τον βοηθούσε. Η Ιλαρία

Είχε μπει το φθινόπωρο. Τα ελάχιστα δέντρα είχαν απογυμνωθεί από τα φύλλα τους και αυτά έστεκαν ως ξεχασμένα στολίδια της καλοκαιρινής ευφορίας. Παρασέρνονταν που και που από το βοριαδάκι, που φυσούσε ήδη από

Δεν είμαι από τους ανθρώπους που γκρινιάζουν. Και δεν είναι ότι δεν έχω λόγους να γκρινιάζω. Ζω σε μια άθλια γκαρσονιέρα, στον τέταρτο όροφο μιας άθλιας πολυκατοικίας, σε μια άθλια πόλη με το