Άπολη, γράφει η Μηλέβα Αναστασιάδου
Δεν είμαι από τους ανθρώπους που γκρινιάζουν. Και δεν είναι ότι δεν έχω λόγους να γκρινιάζω. Ζω σε μια άθλια γκαρσονιέρα, στον τέταρτο όροφο μιας άθλιας πολυκατοικίας, σε μια άθλια πόλη με το άθλιο όνομα Άπολη. Το μικροσκοπικό μου μπαλκόνι, στο οποίο έχω βγει να κάνω το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου, βλέπει στον ακάλυπτο. Στο ισόγειο μένει η σπιτονοικοκυρά μου, που δεν με πολυσυμπαθεί, γιατί συνηθίζω να αργώ το νοίκι. “Καλησπέρα κυρά-Μαρία.” Η κυρά-Μαρία δεν μου απαντάει και μαζεύει όπως όπως τα στεγνά ρούχα από την απλώστρα, για να μπει γρήγορα στην τρύπα που ονομάζει σπίτι. Δεν γνωρίζει ακόμα ότι το νοίκι αυτού του μήνα θα αργήσει πολύ να το δει, αφού προχθές απολύθηκα. Όπως είπα και νωρίτερα, δεν είμαι από τους ανθρώπους που γκρινιάζουν. Σιγά την σπουδαία δουλειά που έχασα. Τα λεφτά έφταναν για το νοίκι μεν, αλλά δεν έμενε και τίποτα στην άκρη, αν υπολογίσεις τους λογαριασμούς, το φαγητό, τα τσιγάρα, κανένα ποτάκι και κανένα στοίχημα πότε πότε, αραιά και που. Αν δεν είχα υποσχεθεί στη Τζο ότι δεν θα ξανατζογάρω, θα έτρεχα τώρα κιόλας στο στοιχηματζίδικο της απέναντι γωνίας και σε λίγες μέρες θα ήμουν πλούσιος. Τη Τζο την ξέρω ένα μήνα περίπου. Δεν την λες και όμορφη, αλλά έχει κάτι το πρόσωπό της που με τράβηξε αμέσως. Παραδόξως, είναι σαν να την ξέρω χρόνια.
Μια βόλτα στη νυχτερινή πόλη είναι ό,τι πρέπει, για έναν άνεργο, σχεδόν άφραγκο, πρώην τζογαδόρο. Έτσι κι αλλιώς το πρωινό ξύπνημα μας τέλειωσε μαζί με τη δουλειά. Το καλό με αυτή τη γειτονιά είναι ότι δεν χρειάζεται να περπατήσεις πολύ για να βρεις περίπτερο. Ή ο,τιδήπότε, εδώ που τα λέμε. Μπαράκια, στριπτιζάδικα, προπατζίδικα, μπακάλικα που διανυκτερεύουν είναι όλα σε ακτίνα διακοσίων μέτρων το πολύ. Σ’ αυτή τη γειτονιά είναι αδύνατο να νιώσεις μόνος, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας.
“Φίλε, έχεις κανένα ψιλό;”
“Αν είχα, σε σένα θα το έδινα;”
“Kαλά φιλαράκι, μην ταράζεσαι.”

Σ’αυτή τη γειτονιά είναι αδύνατο να νιώσεις μόνος. Όλο και κάποιος θα χρειάζεται κάτι. Όλο και κάποιος θα σου πιάσει την κουβέντα, έχεις δεν έχεις όρεξη για κουβέντες.
Μετά από τέσσερεις μπύρες και μισό μπουκάλι κρασί στο γνωστό στέκι, όπου τα πόδια μου με οδηγήσαν από μόνα τους, η ζωή είναι πάντα πιο ωραία. Μπορεί και να μην είναι πιο ωραία, αλλά δεν σε νοιάζει πια η αισθητική της ζωής, αν γίνομαι αντιληπτός. Και τώρα η αλήθεια είναι ότι θέλω να πάω σπίτι και να πέσω ξερός για ύπνο, αλλά η φωτεινή πινακίδα που αναβοσβήνει στο απέναντι πεζοδρόμιο, δεν με αφήνει να την αγνοήσω. “Ο Κουλοχέρης θα σε σώσει” λένε τα φωτεινά γράμματα στο μαγαζί που μάλλον άνοιξε πρόσφατα, γιατί δεν το έχω ξαναδεί. Μετράω τα ψιλά που μου έχουν απομείνει. Δεν είναι και πολλά, αλλά δεν βαριέσαι. Θα δοκιμάσω την τύχη μου άλλη μια φορά. Τελευταία φορά βέβαια. “Enter at your own risk” λένε τα μικρά γράμματα κάτω από την μεγάλη ταμπέλα. Νιώθω έναν κρύο ιδρώτα να με διαπερνά, καθώς ανοίγω την πολύχρωμη πόρτα και διασχίζω το κατώφλι. “Δεν έπρεπε να ανακατέψω κρασί με μπύρα. Πάντα με πειράζει ο συνδυασμός” σκέφτομαι.
Και τώρα είμαι στα αλήθεια ταπί και ψύχραιμος. Δεν έχω λεφτά ούτε για τσιγάρα. “Θα περάσω αύριο από τη Τζο ή από τα παιδιά να μου δανείσουν κανένα ψιλό” σκέφτομαι, καθώς προσπαθώ για πολλοστή φορά να ανοίξω την είσοδο της πολυκατοικίας. “Θα χάλασε η κλειδαριά” σκέφτομαι και κάθομαι στο πεζούλι της εισόδου ζαλισμένος. Σε λίγη ώρα εξάλου ξημερώνει. “Τι κάνεις εκεί; Ξύπνα καλέ, ξύπνα σου λέω.” Νιώθω ένα σκούντηγμα στον ώμο και σηκώνοντας τα μάτια, βλέπω την κυρά-Μαρία να με κοιτάζει θυμωμένη. “Ξέρετε, μάλλον χάλασε η κλειδαριά. Περίμενα να ξημερώσει για να μην ενοχλήσω” της λέω διστακτικά. “Δεν θέλουμε πλασιέ εδώ. Αλλά σιγά μην είσαι πλασιέ. Νεαρέ, να πας αλλού να ζητιανέψεις. Άντε φύγε τώρα.” Κοιτάζω τα ρούχα μου σαστισμένος. Σίγουρα δεν είμαι στην τρίχα, αλλά δεν περνιέμαι και για ζητιάνος. Για ξενυχτισμένος, θα έλεγα ότι δεν είμαι και σε άσχημη κατάσταση. “Κυρά-Μαρία ο Άκης είμαι.” Η κυρά-Μαρία δεν φαίνεται να καταλαβαίνει κι αναγκάζομαι να συνεχίσω τις εξηγήσεις βαριεστημένα, αλλά ευγενικά. “Δεν είμαι και στα καλύτερα μου, αλλά είχα δύσκολη νύχτα. Ο Άκης από τον τέταρτο” επαναλαμβάνω πιο αργά αυτή τη φορά. Με κοιτάει λυπημένη. “Έλα, πάρε λίγα ψιλά που έχω. Μεγάλο πρόβλημα θα έχεις κι αν δεν έχεις, χαλάλι σου.” Σκέφτομαι πως κακώς είναι ακόμα διαχειρίστρια. Είναι μεγάλη γυναίκα κι είναι αναμενόμενο να ξεχνάει. “Έλα αγόρι μου, πήγαινε τώρα στο καλό. Δεν θέλουμε την αστυνομία εδώ πρωί πρωί, σωστά;” Γνέφω συγκαταβατικά και φεύγω. Ακόμα έχω τα ψιλά που μου έβαλε στο χέρι, αλλά δεν νιώθω τύψεις. Πιθανότατα θα μου τα ζητήσει πίσω στα επόμενα κοινόχρηστα.
Αγοράζω από το περίπτερο ένα πακέτο τσιγάρα με τα ψιλά της κυρά-Μαρίας κι αποφασίζω με βαριά καρδιά να περάσω από τους γονείς μου. Με το που χτυπάω το κουδούνι, είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω τις αναμενόμενες ερωτήσεις της μάνας μου -γιατί δεν είσαι στη δουλειά, τι έκανες πάλι και σε διώξανε;- και το γνωστό τροπάριο του πατέρα μου -είσαι άχρηστος, ποτέ δεν θα στεριώσεις σε δουλειά εσύ- μαζί με τα γνωστά πια βλέμματα αποδοκιμασίας και απελπισίας. Η μάνα μου κοιτάει από το ματάκι και ρωτάει. “Ποιος είναι;” “O γιος σου είμαι μάνα, δεν βλέπεις;” Ακούω ψίθυρους στο εσωτερικό του σπιτιού και τα βήματα του πατέρα μου προφανώς, που πλησιάζει την πόρτα. Αναρωτιέμαι αν έχει χειροτέρεψει το πρόβλημα όρασης που είχε από παλιά η μάνα μου. “Θα περιμένω πολύ ακόμα;” ρωτάω εκνευρισμένος. Ακούω την πόρτα να ξεκλειδώνει και την σπρώχνω με δύναμη, αλλά την σταματάει ο σύρτης. “Θα βγάλετε το σύρτη να περάσω;” ρωτάω καθώς αναρωτιέμαι μήπως ευθύνεται η ηλιακή καταιγίδα, για την οποία άκουσα χθες το πρωί στο ραδιόφωνο, για την περίεργη συμπεριφρά όσων έχω δει σήμερα. Αν το καλοσκεφτείς, τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε και μεταδίδουμε μεταφέρονται μέσω νευρώνων που λειτουργούν με διαφορές δυναμικού, οπότε υπάρχει περίπτωση να βραχυκύκλωσαν τα κυκλώματα. “Αν ήρθες να κλέψεις, δεν υπάρχει τίποτα εδώ” μου λέει ο πατέρας μου, κρυφοκοιτώντας από την μισάνοιχτη πόρτα. “Την δουλειά μου έχασα, αλλά δεν θα έκλεβα κιόλας κι ειδικά από τον πατέρα μου” του λέω αστειευόμενος. “Θα φωνάξω την αστυνομία” λέει ο πατέρας μου και κλείνει την πόρτα. “Γυναίκα πάρε την αστυνομία, αυτός δεν φεύγει” τον ακούω να συμβουλεύει τη μάνα μου χαμηλόφωνα. “Μα είναι δυνατόν; Θα φωνάξεις την αστυνομία για να μαζέψει το γιο σου που σου χτυπάει την πόρτα;” διαμαρτύρομαι. “Μπορεί να είναι τρελός. Γυναίκα, κάνε γρήγορα” συνεχίζει ο πατέρας μου. “Δεν έχουμε παιδιά.” μου λέει συγκαταβατικά, σαν να μιλάει σε μικρό παιδί. “Κι εγώ τι είμαι;” “Μάλλον μας μπερδεύετε με άλλους” συνεχίζει στον ίδιο συγκαταβατικό τόνο. Είναι πρόβλημα να μην σε αναγνωρίζουν οι δικοί σου. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θα ήταν όμως να πέσω πάνω στην αστυνομία αυτή τη στιγμή, με την οποία δεν είχα και λίγα πάρε δώσε στο παρελθόν. Χωρίς καν να χρειαστεί να ζυγίσω τα πράγματα, χωρίς δεύτερη σκέψη, κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες και βγαίνω στο δρόμο. Μου έχει μείνει μόνο η Τζο. Πηγαίνοντας προς το σπίτι της, αναλογίζομαι την αλλόκοτη συμπεριφορά των γονιών μου. Σκέφτομαι την κυρά-Μαρία. Μου περνάει από το μυαλό κι ο περιπτεράς που μου έδωσε τα τσιγάρα. Κι αυτός ακόμα, που πάντα μου έλεγε μια καλημέρα, φάνηκε να μην με αναγνωρίζει. Μπορεί να μην είχε πιει ακόμα καφέ. Από την άλλη, αν τα συνδυάσεις όλα μαζί, φτάνεις στο συμπέρασμα… “Δεν φτάνεις σε συμπέρασμα, αλλά σίγουρα κάτι δεν πάει καλά εδώ” σκέφτομαι τρομαγμένος. Είχα πάντα αυτό το φόβο, ότι στην πραγματικότητα είμαι εντελώς μόνος μου στον κόσμο. Ότι οι άλλοι δίπλα μου δεν υπάρχουν πραγματικά, αλλά υπάρχουν μόνο όταν τους βλέπω. Τώρα όλα έχουν αναποδογυρίσει. Ακόμα κι ο χειρότερός μου εφιάλτης είναι ανάποδα. Είναι σαν να μην υπάρχω εγώ, ακόμα κι όταν με βλέπουν. Νιώθω τον αέρα να λιγοστεύει και παίρνω αργές ανάσες για να συνέλθω. Δεν είναι παρά μια κρίση πανικού, σκέφτομαι και επιταχύνω το βηματισμό μου, μέχρι που καταλαβαίνω ότι τρέχω προς το σπίτι της Τζο.
Την βρίσκω να με περιμένει με ανοιχτή την πόρτα και νιώθω ανακουφισμένος. “Γεια σου Άκη” μου λέει χαμογελώντας και σκέφτομαι πως όλα ήταν ιδέα μου, κάτι σαν ένα κακό όνειρο. Αφού η Τζο με αναγνωρίζει σημαίνει ότι είμαι αληθινός και υπάρχω. Η κυρά-Μαρία πάσχει από άνοια, οι γονείς μου από προβλήματα όρασης και ακοής και ο περιπτεράς από έλλειψη καφεΐνης. Πέφτω στην αγκαλιά της κι είμαι έτοιμος να της περιγράψω την περιπέτειά μου, όταν νιώθω το χέρι της να με απομακρύνει μαλακά, αλλά σταθερά από κοντά της. “Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα ξαναπαίξεις” μου λέει αυστηρά. Ανακτώ αρκετά γρήγορα την ψυχραιμία μου, ώστε να μην παραδεχτώ τίποτα. “Είσαι δυστυχώς χαμένος” μου λέει σηκώνοντας τους ώμους, καθώς μου κάνει νόημα να καθήσω στον καναπέ. Είναι αλήθεια ότι έχασα τα ελάχιστα ψιλά που είχα χθες βράδυ, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να το γνωρίζει αυτό η Τζο, ούτε λόγος να μεγαλοποιείται έτσι μια τελευταία ήττα. Κάθομαι υπάκουα στον καναπέ, αν και το σχέδιο δεν αλλάζει. Συνεχίζω να αρνούμαι τα πάντα. “Πίστεψα σε σένα” μου πετάει στα μούτρα η Τζο. “Είμαι όμως πια αναγκασμένη να σε εξαφανίσω. Δεν είσαι παρά ένα πείραμα που δεν πέτυχε.” Αντιλαμβάνομαι την απογοήτευσή της, ωστόσο η λέξη “εξαφανίσω” μου ακούγεται υπερβολική, όταν απλά σκοπεύεις να βγάλεις από τη ζωή σου κάποιον που πια δεν συμπαθείς. Προσπαθώ με λίγα λόγια να της διηγηθώ όσα έχω περάσει από το πρωί, μέχρι που τα λόγια μου πνίγονται στο υστερικό γέλιο της. “Από τη στιγμή που μπήκες σ’αυτό το μαγαζί, έπρεπε να περιμένεις τις συνέπειες. Το έγραφε ξεκάθαρα ότι αναλαμβάνεις την ευθύνη” μου λέει και πετάγομαι σαν ελατήριο από τον καναπέ. “Δεν υπάρχεις πια. Από την στιγμή που μπήκες στο μαγαζί και μετά, εξαφάνισα κάθε στοιχείο της ύπαρξής σου” συνεχίζει και όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου καθώς θυμάμαι έναν παλιό μας διάλογο.
-Θα σου πω ένα μυστικό.
-Θέλω να το ακούσω;
-Μάλλον όχι, αλλά θα στο πω.
-Είμαι όλος αυτιά.
-Δεν υπάρχεις στην πραγματικότητα.
-…
-Αλήθεια σου λέω. Δεν υπάρχεις. Εγώ σε δημιούργησα.
-Μήπως σε πείραξε κάτι που έφαγες;
-Δεν με πιστεύεις δηλαδή;
-Όχι.
-Kι όμως. Βρίσκεσαι μέσα σε μια ιστορία που δημιούργησα από το μυαλό μου.
-Έτσι ε;
-Ναι, δεν υπάρχει Άπολη.
-Και που βρισκόμαστε τώρα;
-Στην Άπολη βέβαια. Μην γίνεσαι χαζός.
-Η οποία δεν υπάρχει.
-Όχι δεν υπάρχει. Υπάρχει όσο την συντηρώ στο μυαλό μου.
-Καταλαβαίνεις ότι παραλογίζεσαι;
-Εσύ καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχεις;
-Κι αφού δεν υπάρχω, πως σου μιλάω τώρα;
-Εγώ φτιάχνω τον διάλογο.
-Δηλαδή αυτά που λέω, τα λες εσύ;
-Aκριβώς.
-Ο εγωισμός σου έχει ξεπεράσει κάθε όριο.
-Θα προτιμούσα να υπάρχεις, αλλά δυστυχώς είσαι μόνο στη φαντασία μου.
-Και συνεπώς με εξαφανίζεις όποτε θες;
-Mάλλον ναι, αν και η φαντασία μου μερικές φορές είναι ανεξέλεγκτη.
-Δική σου είναι, ότι θες την κάνεις.
-Αυτό σου εξηγώ. Δεν την κάνω πάντα ότι θέλω.
-Μάλιστα.
-Πάντως να ξέρεις ότι εξαφανίζεσαι όταν πηγαίνω στη δουλειά.
-Κι εσύ εξαφανίζεσαι όταν πηγαίνω για ύπνο.
-Δεν είναι το ίδιο.
-Γιατί δεν είναι το ίδιο;
-Γιατί εγώ συνεχίζω να υπάρχω όταν εσύ κοιμάσαι.
-Κι εγώ συνεχίζω να υπάρχω όταν πηγαίνεις στη δουλειά.
-…
-Είδες ότι παραλογίζεσαι;
-Μην πεις ποτέ ότι δεν ήμουν ειλικρινής μαζί σου.

“Ώστε έλεγες αλήθεια” λέω τρέμοντας. “Φυσικά και έλεγα αλήθεια. Σου έδωσα την δυνατότητα να ζήσεις αλλά την πέταξες στα σκουπίδια.” Είμαι σίγουρος ότι τα μάτια της βγάζουν φωτιές, καθώς γυρίζει και με καρφώνει με το βλέμμα της. “Ποια είσαι; Tι θες από μένα;” την ρωτάω γονατίζοντας ικετευτικά μπροστά της. “Ξέρεις καλά ποια είμαι. Είμαι η Τζο. Από το Τζόκερ.” Ποτέ δεν την ρώτησα από που βγαίνει το όνομά της. Φανταζόμουν ωστόσο κάτι πιο συνηθισμένο, όπως το Γεωργία ας πούμε. “Με τον Τζόκερ πάντα κερδίζεις” τολμώ να ψελλίσω, καθώς παρακολουθώ την μεταμόρφωσή της σε τραπουλόχαρτο, που ο αέρας το παίρνει και το στριφογυρίζει πάνω από το κεφάλι μου. “Ο Τζόκερ παίζει παιχνίδια. Και φέρνει τα πράγματα εκεί που επιθυμεί. Κι αν αποτύχει, αλλάζει παιχνίδι.” Αυτές ήταν οι τελευταίες της λέξεις.
Οι παίκτες αποχώρησαν. Καινούριοι παίκτες εμφανίστηκαν στο τραπέζι. Κι η τράπουλα ξαναμοιράστηκε.
Μηλέβα Αναστασιάδου