Σπασμένη κιμωλία, γράφει η Κωνσταντίνα Καντζιού
Είχε μπει το φθινόπωρο. Τα ελάχιστα δέντρα είχαν απογυμνωθεί από τα φύλλα τους και αυτά έστεκαν ως ξεχασμένα στολίδια της καλοκαιρινής ευφορίας. Παρασέρνονταν που και που από το βοριαδάκι, που φυσούσε ήδη από νωρίς το πρωί. Στο πεζοδρόμιο δεκάδες κολλημένες τσίχλες, που είχαν πια ενοποιηθεί με το ίδιο το τσιμέντο, από τα ποδοπατήματα των διαβατών. Τα φώτα από τα μαγαζιά του πολυσύχναστου δρόμου πολεμούσαν σθεναρά το σκοτάδι που έφερνε μαζί της ετούτη η νύχτα του Σεπτέμβρη.
Το πάρκο της γειτονιάς ήταν γεμάτο παιδιά. Τσίριζαν και έτρεχαν μέσα στο παιχνίδι τους. Ήλπιζαν να ξημέρωνε άλλη μια καλοκαιριάτικη μέρα, όπου γεμάτα ξεγνοιασιά θα αγόραζαν ένα ακόμη παγωτό και θα έτρεχαν να πιάσουν μια κούνια. Μια σκουριασμένη κούνια που έτριζε ήταν το τρόπαιο τους. Η επιτομή της αθωότητας χωρούσε ίσα-ίσα να βολευτεί πάνω της.
Μια σειρά πολυκατοικιών απασχολούσε τον χώρο απέναντι από το συνοικιακό πάρκο. Στον πρώτο όροφο μιας από αυτές, για την ακρίβεια της πιο πολυκαιρισμένης καθόταν και αφουγκραζόταν τον παιδικό αχό μια ηλικιωμένη γυναίκα, γύρω στα εξήντα πέντε της χρόνια. Η Χρύσα καθισμένη στην ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα της πάντα κάτι έπλεκε και άκουγε μέσα στις παιδικές φωνές το κλάμα του μωρού που ποτέ δεν απέκτησε. Ο γιατρός είχε χαρακτηρίσει την μήτρα της ”εχθρική”, από ότι θυμόταν, και έτσι το βιολογικό της ρολόι δεν σταμάτησε ποτέ να χτυπά ρυθμικά.
Τα πράσινα μάτια της είχαν γίνει δυο θολοί καθρέπτες της ψυχής και με τα χρόνια τα μαλλιά της άσπρισαν, το ανάστημα της κύρτωσε, το δέρμα της έσπασε σαν εύθραυστη πορσελάνη. Κάποτε θυμόταν την απαράμιλλη ομορφιά της που έφερε στο πλάι της τον άντρα της, τον Πέτρο.
Φουρκισμένος βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει το ημερήσιο παράπονο του και να καπνίσει το ένα τσιγάρο που του επιτρεπόταν από τον γιατρό του. Είχε φτάσει πια στα εβδομήντα.
”Δεν το βουλώνουν ποτέ τα σκασμένα;”, μια σπίθα ξεπήδησε από τον αναπτήρα του και πυροδότησε τον καπνό. Τα γκρίζα του μαλλιά ταίριαζαν απόλυτα με το πυκνό σύννεφο της κάπνας. Το στόμα του είχε στραβώσει από τα νεύρα και τα χοντρά, κατσαρά του φρύδια είχαν σμίξει.
”Έτσι είναι τα παιδιά Πέτρο μου, μην κοιτάς εμείς που ποτέ δεν συνηθίσαμε.”, του απάντησε ήρεμη η Χρύσα κοιτώντας όλο παράπονο προς το πάρκο. Η χαμένη μητρότητα έκανε τα μάτια της να γυαλίζουν.
Ο Πέτρος αμέσως αντιλήφθηκε την ανησυχία της και άλλαξε τον τόνο της φωνής του σε πιο ειρωνικό και εύθυμο.
”Πάλι καλά που από αύριο θα τα απασχολεί το σχολείο. Τα κεφάλια μέσα από αύριο!”, τόνισε παιχνιδιάρικα.
Η γυναίκα του έμοιαζε βυθισμένη τώρα σε έναν κόσμο όπου τα σπλάχνα της έσφυζαν από ζωή και είχαν χώρο για ακόμη μία να θεριέψει μέσα τους. Το αγνόησε κοιτώντας από την άλλη, εκείνος νευρίασε ακόμη περισσότερο και χώθηκε μέσα στο γραφείο του. Η τελευταία έκφραση του έβρισκε εφαρμογή και στον ίδιο αφού δίδαξε στο διπλανό σχολείο τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια. Δεν ήξερε ποια ήταν η πηγή της κούρασης του: η αργοπορημένη του σύνταξη ή η καθημερινή αντιμετώπιση του λόγου εξαιτίας του οποίου δυστυχούσε η γυναίκα του;
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε νωρίτερα από την Χρύσα και έφτιαξε μόνος του καφέ, από τις λίγες φορές που είχε όρεξη να πιει καφέ το πρωί. Συνήθως τον άφηνε για το μεσημέρι, οπότε και πήγαινε στον καφέ της γειτονιάς με τον φίλο του τον Δημήτρη που ήταν μαθηματικός. Ο Πέτρος δίδασκε επί σειρά ετών Ιστορία και συνεχώς πείραζε τον Δημήτρη για τα αλαμπουρνέζικα μαθηματικά με τα οποία βασάνιζε τους μαθητές του.
“Να τέτοια λες στα παιδιά και μετά δεν προσέχουν στην Ιστορία!”, του είχε πει ευθαρσώς την τελευταία μέρα πριν κλείσουν τα σχολεία για καλοκαίρι, στο καφενείο.
”Τι λες ορέ Πέτρο; Το παιδικό μυαλό έχει χώρο για πολλή γνώση. Είναι αγνό και εύφορο. Μην χολοσκάς και τα Μαθηματικά χωράνε μαζί με την Ιστορία.”
”Εσύ ρε Δημήτρη κάτι κάνεις. Όταν περνώ έξω από την τάξη σου παρατηρώ πως τα παιδιά σαν μαγεμένα σε κοιτάζουν, ενώ εμένα με αγνοούν. Ξέρεις πόσους έβγαλα φέτος εκτός τάξης. Όλους εκτός από τον απουσιολόγο. Όλους έστω μια φορά! Δεν γίνεται αλλιώς, και ο άγιος φοβέρα θέλει..”
”Ο άγιος Πέτρο μου αν ήθελε φοβέρα άγιος δεν θα ήταν. Και τα παιδιά είναι κάπως έτσι, αν τα πάρεις με το καλό θα κερδίσεις σιγά-σιγά τον σεβασμό τους.”
”Ναι μέχρι να κερδίσεις τον σεβασμό τους θα έχει περάσει η χρονιά φίλε μου και καλό καλοκαίρι!”, γέλασε εμφανώς αλαφρωμένος που τελείωνε άλλος ένας σχολικός χρόνος.
Τώρα βρισκόμενος ξανά στην αρχή της ετήσιας μαθητικής κούρσας ένιωθε ξανά την ευφορία που σαν μαθητούδι φούσκωνε το στήθος του αρχές Σεπτεμβρίου και ήλπιζε βαθιά μέσα του έστω για μια χρονιά ένα παιδί να γυρνούσε το βλέμμα του να τον κοιτάξει με αυτόν τον αστείρευτο σεβασμό. Ευχόταν μια παιδική ψυχή να έβρισκε την έμπνευση στα λόγια του και ξαφνικά τα επίθετα γεροξεκούτης, καμπούρης, στριμμένος και τρελός να μην βρίσκονταν ποτέ ξανά δίπλα στο όνομα του. Γιατί πίσω από την στρυφνότητα και την περιοδική κακία του κρυβόταν ακόμα το αμούστακο αγόρι που κυριευμένο από άγχος φοβόταν να είναι ο εαυτός του. Και πια τα χρόνια του ήταν αρκετά για να μασκαρέψει την ενήλικη ζωή με την σοβαροφάνεια του καθηγητή και όχι με την ευσπλαχνία του εκπαιδευτικού.
Με τις τόσες σκέψεις απέτυχε ο καφές! Νερομπλούκι τον έκανε όπως έλεγε και η μητέρα του όταν κάτι είχε παραπάνω νερό από το ανεκτό. Έχυσε το καφέ υγρό στον νεροχύτη και ξέπλυνε το κατακάθι από το φλιτζάνι, σαν να ξέπλενε κάθε τι που τον πλήγωνε. Δεν ήταν αδιάφορος, δεν ήταν αναίσθητος, ήταν μόνος μέσα στο κεφάλι του και η καρδιά του δεν ζεσταινόταν πια εύκολα.
Το σχολείο βρισκόταν πολύ κοντά στο σπίτι του, πρακτικά δίπλα. Ένα επιβλητικό παραλληλόγραμμο κτίριο γεμάτο ρωγμές φθοράς αλλά και αναμνήσεις που μπορούσαν να συνταράξουν το συνειδητό. Όλη του η ζωή χαραγμένη πάνω σε έναν πίνακα με μια σπασμένη κιμωλία…
Μόλις είχε μπει στην τάξη όταν ο νεανικός σίφουνας σάρωσε τα πάντα. Μικρά, ανάστα πλάσματα εισέβαλαν θορυβωδώς στην αίθουσα. Πάντοτε τα πρωτάκια ήταν τα πιο ατίθασα αλλά μέχρι πρότινος ήξερε να τους κόβει τον βήχα με τον καλό ή με τον ανάποδο τρόπο.
Ένα πράγμα του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση εκείνη την χρονιά. Πίσω από τον πολύβουο σίφουνα που μπήκε στην τάξη και ξεχύθηκε με ανυπομονησία για το διάλειμμα στα θρανία, ένα κοντό καστανομάλλικο αγοράκι, έχοντας τα βιβλία του σε μια πλαστική σακούλα μπήκε επιφυλακτικά μέσα στην αίθουσα και περπατώντας καχεκτικά, σχεδόν κουτσαίνοντας έκατσε στο τελευταίο θρανίο. Ο Πέτρος ανάμεσα στους δεκάδες ψιθύρους κατάφερε να ξεχωρίσει μερικά πολύ υποτιμητικά λόγια για το αγόρι εκείνο που μόλις είχε περπατήσει τον διάδρομο. “Καημένο, φτωχαδάκι, σαμιαμίδι, βρωμιάρη” ήταν μόνο μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που δέσμευσαν με απέχθεια την ακοή του. Τι εύκολη η κρίση.. αναίμακτη και αβίαστη.
Η αμηχανία στην ατμόσφαιρα συνεχίστηκε και κατά την διάρκεια της διδασκαλίας. Η απρόσμενη ησυχία εξέπληξε τον καθηγητή  ο οποίος πρώτη φορά έβλεπε τέτοια τεράστια διαφορά στην συμπεριφορά πριν το μάθημα και κατά την διάρκεια αυτού. Η ησυχία των υπόλοιπων μαθητών, τα αμήχανα βλέμματα προς το καινούριο παιδί και η επιφύλαξη του παρέπεμπαν στην συμπεριφορά κοπαδιού λύκων απέναντι στην εισβολή ενός παρείσακτου στα εδάφη τους. Ο Πέτρος θορυβήθηκε από την εχθρική στάση των μαθητών του και γνωρίζοντας πως είχε άλλη μία ώρα με εκείνο το τμήμα, συγκεκριμένα την τελευταία, προσπάθησε να μάθει όσα μπορούσε για εκείνο το μικροσκοπικό αγόρι με τα μεγάλα πράσινα μάτια, τα λεπτά άκρα και το λιποβαρές κορμί.
“Μένει με τον θείο του τα τελευταία χρόνια, διότι οι γονείς του μετανάστευσαν στην Αυστραλία.”, ήταν το μόνο που κατάφερε να αποσπάσει από μια συνάδελφο φιλόλογο που κανόνισε την μεταγραφή του από το προηγούμενο σχολείο του.
Η τελευταία ώρα τελείωσε μετά από την γρήγορη παράδοση του Πέτρου για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική των λαών της Εγγύς Ανατολής. Οι μαθητές ξεχύθηκαν μονομιάς στο προαύλιο με τον ήχο του κουδουνιού να ενεργοποιεί μια έντονη τάση φυγής από το σχολείο. Μόνο το μικρό αγόρι έμεινε στην θέση του κοιτώντας σκεπτικό έξω από το παράθυρο. Ο Πέτρος κρατώντας την κιμωλία στο χέρι του ακόμα, το πλησίασε και με καλοπροαίρετη διάθεση του αποκρίθηκε.
“Ε μικρέ εδώ θα βγάλεις το μεσημέρι σου;”
“Δεν είναι κανείς στο σπίτι μου τέτοια ώρα.”, συνέχιζε να κοιτάει προς το προαύλιο.
“Πώς σε λένε;”, γονάτισε ακουμπώντας τους αγκώνες στο θρανίο ερχόμενος έτσι πιο κοντά στο μελαγχολικό παιδί.
“Πέτρο.”, του απευθύνθηκε το αγόρι κρατώντας ακόμα την ματιά του αλλού. Η κιμωλία έπεσε από τα χέρια του καθηγητή και προσγειώθηκε στο πάτωμα σπάζοντας στα δύο. Μόνο τότε το αγόρι έριξε για μια στιγμή ο βλέμμα του πάνω στον εμβρόντητο καθηγητή. Που να ήξερε τι σκέψεις έτρεχαν με τεράστιες ταχύτητες στο μυαλό του καθηγητή του! Που να ήξερε πόσο του θύμιζε τον νεότερο εαυτό του και πόσο τον έλκυε η νεανική αναζήτηση του μικρού Πέτρου. Ήθελε να πάρει την απογοήτευση του μακριά, να εξιλεώσει το παρελθόν του. Και όλα αυτά προέκυψαν σε κλάσματα μιας φωταγωγημένης με αναμνήσεις στιγμής.
“Τι λες έρχεσαι από το σπίτι μου για μεσημεριανό; Η γυναίκα μου φτιάχνει πολύ νόστιμο παστίτσιο σήμερα!”
“Θα ήταν άραγε έξυπνο από μέρους μου να το κάνω αυτό;”, αμφισβήτησε την αξιοπιστία του.
“Εμπιστέψου μικρέ μου, δεν έχω κακές προθέσεις. Μάλιστα μπορούμε να πάρουμε τον θείο σου να τον ενημερώσουμε ότι θα είσαι μαζί μου!”
“Δεν χρειάζεται, έτσι και αλλιώς δεν τον ενδιαφέρει!”, σηκώθηκε απότομα από το θρανίο και μάζεψε τα βιβλία του στην πλαστική σακούλα.
Ο μικρός Πέτρος γνώρισε την Χρύσα, έφαγε από το νόστιμο παστίτσιο της και αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη άνεση στο σπίτι του καθηγητή του. Γιατί πια πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα, διάβαζαν μαζί τα μαθήματα και πολλή Ιστορία, ενώ η Χρύσα τους μαγείρευε και τους κρατούσε συντροφιά πλέκοντας και ράβοντας ρούχα για τον μικρό Πέτρο. Ο Πέτρος έπαψε πια να είναι μόνος μέσα στο κεφάλι του διότι είχε με κάποιον να μοιραστεί τις σκέψεις του και η καρδιά του ζεσταινόταν στην στιγμή από την παιδική σβελτάδα και αθωότητα. Η Χρύσα για τα επόμενα χρόνια δεν κοίταξε ποτέ ξανά προς το πάρκο με βλέμμα θλιμμένο, παρά με προσμονή για το παιδί που περίμενε να γυρίσει!
Κωνσταντίνα Καντζιού