Αναμνήσεις, γράφει η Λυδία Ψαραδέλλη
Παρατήρησε τα χέρια που ξεκουράζονταν στα πόδια της. Ήταν γερασμένα, γεμάτα σκουρόχρωμες πανάδες και το δέρμα τους είχε λεπτύνει τόσο πολύ που μπορούσε να παρατηρήσει την κάθε μια φλέβα που τα διαπερνούσε. Ακολούθησε με το βλέμμα την μεγάλη μπλε φλέβα που φαινόταν λες και θα ξεπήδαγε από στιγμή σε στιγμή σαν να ήθελε να ξεφύγει. Το ταξίδι αυτό την οδήγησε στον κορμό της και αυτό την συγκλόνισε. Τρόμαξε και πανικόβλητη ένιωσε το αίμα στο κεφάλι της να ταξιδεύει πιο γρήγορα. Δεν καταλάβαινε πως αυτά τα χέρια μπορούσαν να οδηγούν σε κείνη. Πως ήταν αυτό δυνατόν; Τα σήκωσε από το εμπριμέ φόρεμα όπου ξαπόσταιναν και τα οδήγησε να επεξεργαστούν το ένα το άλλο. Απαλά πέρασε το δείκτη του ενός από μια βαθιά ουλή που υπήρχε στο άλλο. Τι να ήταν άραγε αυτό; Πως βρέθηκε εκεί; 

Ο χτύπος του ρολογιού δίπλα στο κομοδίνο την έβγαλε από τις σκέψεις της. Οι αριθμοί μεγάλοι, ευδιάκριτοι έδειχναν εφτά. Προβληματίστηκε καθώς δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό. Συνέχισε να το παρατηρεί μήπως κάτι αλλάξει χωρίς αυτό να συμβαίνει. Οι δείκτης κύλησαν χωρίς να το καταλάβει και τώρα έδειχναν πια εφτά και πέντε. Η ησυχίατου δωματίου διακόπηκε από τον θόρυβο της πόρτας. Ένα δυναμικό χτύπημα και μετά μια γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο. Το σώμα της καλοζωισμένο, στριμωγμένο σε μια λευκή φορεσιά, αναζητούσε την σύντομη απελευθέρωσή του. Το πρόσωπό της έδειχνε τόσο νέο αλλά ταλαιπωρημένο. Το αρχικό χαμόγελο που το στόλιζε εξαφανίστηκε και εμφανίστηκαν σκληρές γωνίες που το μεγάλωσαν και το αγρίεψαν. 

«Κυρά-Ελένη, είναι ώρα για το πρωινό μας! Δεν χτύπησε το ρολόι σου;» ρώτησε η νεαρή γυναίκα καθώς στάθηκε μπροστά της. 

«Ελένη»…ψιθύρισε ασυναίσθητα.

Ήταν αυτό το όνομά της; Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Γιατί είναι τόσο σημαντικό αυτό το ρολόι; Η νεαρή γυναίκα την βοήθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι κρατώντας το χέρι της πάνω από την βαθιά ουλή. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο γόνατό της. Να και κάτι νέο! Όταν στήθηκε πια όρθια μπορούσε άνετα να νιώσει μερικές ενοχλήσεις διάσπαρτες σε όλο της το σώμα. 

Η γυναίκα της έδωσε το χέρι της για να την στηρίξει και να την βοηθήσει να περπατήσει μέχρι την πόρτα. Ένιωσε κουρασμένη. Ένα ασήκωτο βάρος ήρθε και φώλιασε στο στήθος της. Φοβήθηκε για το τι υπάρχει πίσω από αυτή την πόρτα. Στηρίχτηκε στο έπιπλο δίπλα της. Το ίδιο γερασμένο χέρι φάνηκε στην θέση που έπρεπε να είναι το δικό της. Η αφράτη γυναίκα άπλωσε το δικό της και έπιασε ένα εκρού κουτί που υπήρχε πάνω στο έπιπλο μπροστά από τον καθρέφτη. 

«Μην ξεχάσουμε και το κουτίσου, κυρά-Ελένη! Τι λες τώρα να φύγουμε;» το χέρι της τραβήχτηκε απαλά από την γυναίκα και περάστηκε στο μπράτσο. Το ένιωσε να χάνεται ανάμεσα στις δίπλες της. Ένιωσε ασφάλεια και αφέθηκε σε αυτό το συναίσθημα, δυνατή να αντιμετωπίσει τα πάντα έξω από αυτή την πόρτα. 

Ένας λευκός διάδρομος εμφανίστηκε στο διάβα της. Έσφιξε το χέρι της βυθίζοντάς το ακόμα περισσότερο στο αφράτο μπράτσο. Τον διέσχισε με μικρά, διστακτικά βήματα νιώθοντας την καρδιά της έτοιμη να σπάσει. Φοβήθηκε και γύρισε να δει την λευκοφορεμένη γυναίκα. 

«Κοντεύουμε, κυρά-Ελένη! Οι φίλοι σου σε περιμένουν για το πρωινό σας. Μην ανησυχείς! Σε δυο λεπτά φτάνουμε»

Ένιωσε τα λόγια βάλσαμο για την ψυχή της. Η καρδιά της ηρέμησε λίγο ενώ τα χέρια της έτρεμαν λιγότερο. Άλλη μια πόρτα ήταν τώρα μπροστά τους. Στάθηκαν λίγο καθώς η λευκοφορεμένη γυναίκα έπιανε το πόμολο και την άνοιγε ήρεμα. Η καρδιά της γυναίκας άρχισε να χτυπάει και πάλι ξέφρενα. Ο φόβος την έκανε να στέκεται με δυσκολία. Ήθελε να έχει την δύναμη να φωνάξει δυνατά. Να σταματήσει όλο αυτό τον εφιάλτη. 

Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη τραπέζια και καρέκλες εμφανίστηκε μπροστά της. Μεγάλοι άνθρωποι καθόντουσαν σε όλες σχεδόν τις καρέκλες. Ένιωσε να την καθοδηγούν προς μια άδεια καρέκλα. Η αφράτη γυναίκα την βοήθησε να καθίσει καθώς το γόνατο την τσίγκλαγε για ακόμα μια φορά. 

«Το κουτί σου, κυρά-Ελένη, το αφήνω εδώ. Τώρα θα σου φέρουν και το πρωινό σου!», ακούστηκε να της λέει η γυναίκα από κάποιο σημείο πίσω της. Κοίταξε τους ανθρώπους στο τραπέζι. Όλοι ηλικιωμένοι, σχεδόν χαμένοι σε άλλους κόσμους, μακρινούς. Τους παρατήρησε χωρίς να αναγνωρίζει κάποιον τους. 

Δυο χέρια εμφανίζονται μπροστά της και της αφήνουν ένα ποτήρι γάλα και ένα πιάτο με μια φρυγανιά αλειμμένη με βούτυρο και μαρμελάδα. Μένει να τα παρατηρεί. Τραβά το βλέμμα και το ταξιδεύει μέχρι το κουτί. Απλώνει το χέρι και να ξανά το γερασμένο χέρι είναι εκεί που έπρεπε να βρίσκεται το δικό της. Φοβάται. Το χαϊδεύει και παρατηρεί πόσο απαλό είναι. Το εκρού χρώμα του την ηρεμεί. Το χέρι ανοίγει το κουτί και στέκεται να κοιτάζει αφηρημένα σχεδόν στο εσωτερικό του. 

Η αφράτη γυναίκα την πλησιάζει και γονατίζει δίπλα της ενώ της χαμογελάει αβίαστα. 
«Κυρά-Ελένη, αυτές είναι οι αναμνήσεις σου!» Παίρνει στα χέρια της ένα μπουκαλάκι με χώμα. «Αυτό είναι από την πατρίδα σου, την Κύπρο, και σημαίνει πολλά για σένα». Προσπαθεί να θυμηθεί αλλά δεν τα καταφέρνει. 
«Και αυτό στο έδωσε ο άντρας σου όταν σε πρωτοείδε!» Ένα τριαντάφυλλο αποκαλύφθηκε μέσα από δυο κιτρινισμένες σελίδες.
«Εδώ είσαι με τον άντρα σου στην παραλία». Ένα ζευγάρι χαμογελάει σε μια φωτογραφία. Η μέρα ηλιόλουστη, η θάλασσα ήρεμη και η άμμος λαμπυρίζει στις ακτίνες του ήλιου. Το ζευγάρι χαμογελάει ερωτευμένο προς τον φωτογράφο. 
«Αυτό, είναι φτιαγμένο από την κόρη σου, κυρά-Ελένη» λέει η αφράτη γυναίκα και της αφήνει μπροστά της ένα μπιμπελό φτιαγμένο από πηλό. «Είναι ένα χελιδόνι!» λέει η γυναίκα ενώ της χαϊδεύει το χέρι με τρυφερότητα. 
«Αυτό είναι γράμμα από τον άντρα σου». Κίτρινες σελίδες ανοίγουν στο τραπέζι δίπλα της. Ταξιδεύει το βλέμμα της στα γράμματα. Αναζητεί κάτι γνώριμο. 
«Τώρα, αρκετά με τις αναμνήσεις! Πρέπει να φας το πρωινό σου! Για να σε δω!» της λέει αυστηρά η αφράτη γυναίκα ενώ ταυτόχρονα ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της. 

Ένα απότομο αεράκι στροβιλίζεται μέσα στην αίθουσα με τους ηλικιωμένους και τα χαρτιά πετάνε ψηλά. Η λευκοφορεμένη γυναίκα, σαν μια χορεύτρια, με απαλές κινήσεις τα κυνηγάει τριγύρω να τα πιάσει. Η κυρά-Ελένη την παρατηρεί ενώ ένα δάκρυ τρέχει στο μάγουλό της.

Λυδία Ψαραδέλλη